- ιδιωτεία
- ηπαθολογική κατάσταση κατά την οποία υπάρχει διανοητική ανεπάρκεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἰδιωτεία — ἰδιωτείᾱ , ἰδιωτεία private station fem nom/voc/acc dual ἰδιωτείᾱ , ἰδιωτεία private station fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτείᾳ — ἰδιωτείᾱͅ , ἰδιωτεία private station fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων … Dictionary of Greek
ἰδιωτείας — ἰδιωτείᾱς , ἰδιωτεία private station fem acc pl ἰδιωτείᾱς , ἰδιωτεία private station fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτείαν — ἰδιωτείᾱν , ἰδιωτεία private station fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτεῖαι — ἰδιωτεία private station fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Идиотия — Умственная отсталость глубокая МКБ 10 F73.73. Идиотия (прост. идиотизм) (от др. греч. ἰδιωτεία (idioteia) «невежество») самая глубокая степень олигофрении (умственной отсталости) … Википедия
ηλιθιότητα — η (AM ἠλιθιότης) [ηλίθιος] το γνώρισμα τού ηλιθίου, μωρία, ανοησία βλακεία νεοελλ. 1. σύμφυτη ή επίκτητη διανοητική κατάσταση, κατά την οποία το άτομο βρίσκεται στην κατώτατη βαθμίδα διανοητικής ανάπτυξης, τής οποίας αμέσως κατώτερος βαθμός είναι … Dictionary of Greek
ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
καταληψία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση παρόμοια με ύπνωση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ασθενής δεν εμφανίζει εθελούσια κινητικότητα, ενώ τα διάφορα τμήματα του σώματός του μπορούν να λάβουν παθητικά θέσεις, οι οποίες, αν και παράδοξες και άβολες,… … Dictionary of Greek